- σπουδαιολογία
- η, ΝΜΑ [σπουδαιολόγος]σπουδαίος λόγος, σοβαρή ομιλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαιολογία — η σοβαρολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαιολογίας — σπουδαιολογίᾱς , σπουδαιολογία serious talk fem acc pl σπουδαιολογίᾱς , σπουδαιολογία serious talk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιολογίαι — σπουδαιολογίᾱͅ , σπουδαιολογία serious talk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek